- λιθωδέστερος
- λιθώδηςlike stonemasc nom comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιθώδης — ες (AM λιθώδης, ῶδες) [λίθος] 1. όμοιος με πέτρα («Νιόβης αὐτῆς λιθωδέστερος», Ιω. Λυδ.) 2. γεμάτος πέτρες, πετρώδης («τόποι τραχεῑς καὶ λιθώδεις», Αριστοτ.) μσν. μτφ. σκληρόκαρδος, άπονος. επίρρ... λιθωδῶς (Α) όπως οι πέτρες … Dictionary of Greek